εστιάζω

εστιάζω
(Μ ἑστιάζω) [εστία]
νεοελλ.
1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω
2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ' ένα σημείο τού χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη»)
μσν.
τρώγω, γευματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εστιάζω — εστιάζω, εστίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εστιάζω — επισημαίνω το καίριο σημείο ενός ζητήματος, συγκεντρώνω την προσοχή στο ουσιώδες. Oυσ. εστίαση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικεντρώνω — (Α μόνο το μέσ. ἐπικεντροῡμαι, όομαι) [κεντρώνω] 1. περιορίζω ή συγκεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή σε ένα κύριο σημείο, εστιάζω 2. τεχνολ. προσδιορίζω τον κεντρικό άξονα ενός κυλινδρικού σώματος, π.χ. ενός σωλήνα πυροβόλου, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • συνεστιάζω — Α [ἑστιάζω] συνεστιῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”